παλιομοδίτικος

παλιομοδίτικος
-η, -ο
1. αυτός που είναι σύμφωνος με παλιότερη μόδα («παλιομοδίτικα ρούχα»)
2. αυτός που είναι σύμφωνος με παλαιότερα πρότυπα («παλιομοδίτικες αντιλήψεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + μόδα + κατάλ. -ίτικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ντεμοντέ — ο, η, το άκλ. 1. ως επίθ. αυτός που δεν είναι πλέον σύμφωνος με τις επιταγές τής μόδας, παλιομοδίτικος («φόρεμα ντεμοντέ») 2. απηρχαιωμένος, ξεπερασμένος («ιδέες ντεμοντέ») 3. (ως επίρρ.) ντεμοντέ με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με τη μόδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”