- παλιομοδίτικος
- -η, -ο1. αυτός που είναι σύμφωνος με παλιότερη μόδα («παλιομοδίτικα ρούχα»)2. αυτός που είναι σύμφωνος με παλαιότερα πρότυπα («παλιομοδίτικες αντιλήψεις»).[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + μόδα + κατάλ. -ίτικος].
Dictionary of Greek. 2013.